- γύμνωση
- ητο γύμνωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γύμνωση — η (AM γύμνωσις) [γυμνώ] 1. αφαίρεση ενδυμάτων, γδύσιμο 2. αφαίρεση πραγμάτων με αρπαγή, λεηλασία 3. γύμνια νεοελλ. στέρηση … Dictionary of Greek
γυμνώσῃ — γυμνώσηι , γύμνωσις stripping fem dat sg (epic) γυμνάζω train naked fut part act fem dat sg (attic epic ionic) γυμνόω strip naked aor subj mid 2nd sg γυμνόω strip naked aor subj act 3rd sg γυμνόω strip naked fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… … Dictionary of Greek
γύμνωμα — το [γυμνώνω] η γύμνωση … Dictionary of Greek
ξεστήθωμα — το [ξεστηθώνω] γύμνωση τού στήθους … Dictionary of Greek
οφίαση — η (Α ὀφίασις) νεοελλ. μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρα αρχ. 1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής 2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.… … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek